"Το μουσείο έχει (τη δική σου) ιστορία!"
Μαθητές και μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου συμμετέχουν στην ψηφιακή δράση δημιουργικής γραφής «Το μουσείο έχει (τη δική σου) ιστορία!» του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Το Μουσείο προσκαλεί τους διαδικτυακούς επισκέπτες κάθε ηλικίας να γράψουν μια μικρή ιστορία με έμπνευση αρχαιότητες των συλλογών του. Οι ιστορίες θα αναρτηθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του μουσείου και στην ιστοσελίδα του. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Ευαγγελία Ριτζαλέου, φιλόλογος.
Περισσότερες πληροφορίες:
Και ... ποιος ξέρει... Ίσως κάποια από αυτές τις ιστορίες να μπει και σε ένα βιβλίο!
Κλειδωμένες αναμνήσεις
Το δυστύχημα συνέβη τέσσερεις μήνες πριν. Ήταν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Οι νεκροί, τρεις. Μία γυναίκα και δύο παιδιά. Το ένα αγόρι, το άλλο κορίτσι. Η μόνη ανάμνηση που απομένει στον Αλέξανδρο από εκείνη την ημέρα είναι το πρόσωπο των χαμένων πια παιδιών του. Τέσσερεις μήνες τώρα το μόνο που σκέπτεται είναι να γυρίσει σε αυτά και να συναντήσει την γυναίκα του για άλλη μια φορά. Τίποτα δεν τον εμποδίζει να το κάνει. Μια επιβλητική λευκή μαρμάρινη πόρτα τον καλεί στον ύπνο του και εμφανίζεται στα όνειρά του. Την βλέπει μπροστά και πίσω του στην καθημερινότητά του. Το μόνο που έχει να κάνει… να την ανοίξει και να την κλείσει πίσω του. « Όλα είναι ωραία εδώ» του ψιθυρίζει, «εκεί δεν έχεις τίποτα. Εδώ… έχεις τα πάντα.».
Εδώ και τέσσερεις μήνες, ο Αλέξανδρος έδινε μια μάχη με τον εαυτό του και η μάχη αυτή δυσκόλευε μέρα με την μέρα. Μια φορά, πλησιάζοντας κοντά, παρατήρησε μια κλειδαριά στην πόρτα και η καρδιά του αναθάρρησε στην σκέψη ότι ίσως υπάρχει ένας τρόπος να νικήσει αυτήν την καταστροφική μάχη που μέχρι τώρα νόμιζε ανίκητη. Με τον καιρό, η κλειδαριά μεγαλώνει, ώστε να φαίνεται από μακριά και ένα κλειδί εμφανίζεται με σχήμα καρδιάς.
Οι αμφιβολίες και ο φόβος του όμως τον τραβάνε πίσω και αποτυγχάνει, όσο και αν προσπαθεί. Κάθε φορά ο Αλέξανδρος πετάει το κλειδί και η πόρτα του φωνάζει: «Έλα σε εμένα. Αν με κλειδώσεις, θα χάσεις τα πάντα.» Εκείνος όμως ξαναπαίρνει το κλειδί και ξαναπροσπαθεί. Κάθε μέρα και μια νέα προσπάθεια, κάθε μέρα και μία αποτυχία. Χάνει τον έλεγχο. Κρύβει το όμορφο κλειδί. Αποδέχεται την μοίρα του και προχωρά προς την πόρτα. Την ανοίγει και την κλείνει σιγά-σιγά πίσω του. Τη στιγμή εκείνη, ένα χέρι εμφανίζεται και πασχίζει να την κρατήσει ανοιχτή. Η μαρμάρινη είσοδος δεν καταφέρνει να αντισταθεί και, τελικά, ανοίγει, δίνοντας έτσι άθελά της στον Αλέξανδρο τον χρόνο για να βγει. Τότε αντικρίζει μια μορφή γυναικεία που ξέρει και αγαπάει. Εκείνη τον βοηθάει να σηκωθεί και να ανακάμψει, και εκείνος της δίνει το κλειδί που είχε κλείσει στην καρδιά του την στιγμή της απογοήτευσής του. Μαζί της δεν φοβάται. Όσο εξασθενημένος και αν είναι ο Αλέξανδρος από την μακροχρόνια μάχη, η γυναίκα τον στηρίζει με της δικές της δυνάμεις, Μαζί κλειδώνουν την μεγάλη μαρμάρινη πόρτα και απομακρύνονται, για να χαθούν στο ηλιοβασίλεμα.
Λέανδρος Τσίλης, μαθητής Α΄ Γυμνασίου
1ο Γυμνάσιο Δράμας
Φίλοι για μια ζωή
Οι ήχοι των συζητήσεων γινόντουσαν δυνατότεροι με το κάθε λεπτό που περνούσε. Στην αγορά, όπως κάθε μέρα, ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι. Εκεί, ήταν ο Ισίδωρος μαζί με τον Τραϊανό, φίλοι από παιδιά, για να παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι στρατηγικής με τα γυάλινα πούλια. Γύρω τους μαζεύτηκαν αρκετοί για να παρακολουθήσουν την μεταξύ τους «μάχη».
Έτσι και σήμερα, καθισμένοι σε δύο πολύ όμορφα καθίσματα με ασημένια πόδια, ξεκίνησαν το παιχνίδι, λέγοντας ο ένας στον άλλον τα νέα του. Ο Τραϊανός περνούσε δύσκολες καταστάσεις από το ναυάγιο ενός καραβιού που μετέφερε τα εμπορεύματά του, αλλά για κανένα λόγο δεν θα έχανε το καθιερωμένο ραντεβού τους.
Ο Ισίδωρος ήταν εκείνος που του έμαθε, όταν ακόμη ήταν παιδιά, τους κανόνες του παιχνιδιού. Με υπομονή και καλοσύνη τού έδειξε όλα τα μυστικά και τα κόλπα του παιχνιδιού, και είχαν γίνει δύο δυνατοί αντίπαλοι.
Ο Τραϊανός, χαμογελώντας, κοίταξε τον Ισίδωρο και του είπε «Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο καταλαβαίνω την αξία της φιλίας μας. Όποτε σε χρειάστηκα, ήσουν πάντα εκεί να με συμβουλεύσεις και να με στηρίξεις στις δυσκολίες της ζωής μου».
Σαν να μην τον άκουγε ο Ισίδωρος. Ξαφνικά, με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, του είπε: Σήμερα, Τραϊανέ, να κάνουμε πιο ενδιαφέρον το παιχνίδι. Ο ηττημένος θα πληρώσει στον νικητή πέντε χρυσά τάλαντα.
Ο Τραϊανός έμεινε αποσβολωμένος από αυτό που άκουσε. Το ποσό ήταν πολύ μεγάλο, βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση και ήταν αδύνατο να το διακινδυνεύσει. Ένιωσε ότι ο Ισίδωρος τον είχε προδώσει με ένα τρόπο ανεξήγητο και προσβλητικό, παγιδεύοντάς τον, επειδή δεν είχε την δυνατότητα να αρνηθεί, λόγω της παρουσίας όλων εκείνων που παρακολουθούσαν το παιχνίδι. Και το παιχνίδι ήταν φανερό ότι έγερνε προς την πλευρά του Ισίδωρου. Με θολά μάτια από τα δάκρυα που προσπαθούσε να συγκρατήσει και σκέψη σκόρπια, μετακίνησε τα δύο πίσω αριστερά πούλια, χωρίς λογική και στόχο, έτσι γιατί ήταν η σειρά του να παίξει. Ήδη αναρωτιόταν αν του έμενε έστω και η ελάχιστη πιθανότητα για να σώσει την τιμή του.
Τότε, άκουσε το χειροκρότημα και τα επιφωνήματα όλων, πιστεύοντας ότι επευφημούσαν τον Ισίδωρο για την νίκη του. Τα φιλικά όμως χτυπήματα στην πλάτη του τον επανάφεραν στην πραγματικότητα και έτσι μπόρεσε να δει τον Ισίδωρο να του χαμογελά και να του βάζει τα πέντε τάλαντα στην χούφτα, τον Ισίδωρο που έχασε το παιχνίδι, κάνοντας ένα εσκεμμένο λάθος, για να βοηθήσει τον αγαπημένο φίλο του.
Σίλεια Τσακανίκα, μαθήτρια Α΄Γυμνασίου
1ο Γυμνάσιο Δράμας
Παρακάτω μπορείτε να απολαύσετε όλες τις ιστορίες των παιδιών: